- εργοληψία
- ηη ανάληψη τής εκτέλεσης εργασίας με προκαθορισμένη αμοιβή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εργοληψία — η βλ. εργολαβία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
εργοληπτικός — ή, ό [εργολήπτης] ο σχετικός με τον εργολήπτη ή την εργοληψία … Dictionary of Greek
εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
κονδυκτουρία — κονδυκτουρία, ἡ (Α) πάπ. μίσθωση, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conductor «μισθωτής» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
εργολαβία — η 1. ανάληψη εκτέλεσης έργου κατ αποκοπή, αλλ. εργοληψία. 2. μτφ., ερωτοτροπία, φλερτάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)